- ξυλοπώλιον
- ξῠλο-πώλιον, τό,A lignarium, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοπώλιον — ξυλοπώλιον, τὸ (Α) [ξυλοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται ξύλα, ξυλάδικο … Dictionary of Greek